- εἰδοποιοῦσαν
- εἰδοποιέωendue with formpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… … Dictionary of Greek
Κουτσούδης ή Τσουτσούδης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την Ανώπολη της Κρήτης. Οι πιο γνωστοί Κ. είναι τα δύο αδέλφια, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας. Μετά την καταστολή της επανάστασης του 1770 αποσύρθηκαν στα Σφακιά και από εκεί επιδίδονταν σε επιδρομές εναντίον… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek